- φιλητώς
- Μεπίρρ. βλ. φιλητός.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
φιλητῶς — φιλητός to be loved adverbial … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φιλητός — Άγιος της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας. Συγκλητικός, ο οποίος μαρτύρησε επί Αδριανού (117 138) στην Ιλλυρία, μαζί με τη σύζυγό του Λυδία, τα παιδιά του Θεοπρέπιο και Μακεδόνα, τον δούκα Αμφιλόχιο και τον κομενταρήσιο Κρονίδη. Η μνήμη του τιμάται… … Dictionary of Greek